H λέξη Martingale προέρχεται από την γαλλική έκφραση "porter les chausses a la martingale) που σημαίνει "φόρα το παντελόνι όπως οι ντόπιοι του Martigue", ένα γαλλικό χωριό στο Provence όπου οι κάτοικοι έδεναν τα παντελόνια τους στα οπίσθια, φορούσαν τα ρούχα τους ανάποδα και γενικώς έκαναν διάφορες τρέλες. Η έκφραση αυτή υποδηλώνει ότι όπως το στυλ αυτό του ντυσίματος, έτσι και η μέθοδος στοιχήματος Martingale είναι "αστεία".
Το σύστημα Small Martingale ή απλά Martingale, το οποίο έχει ανακαλυφθεί πριν από 200 και πλέον χρόνια, είναι πολύ απλό στη σύλληψή του, αλλά όπως θα διαπιστώσουμε όχι και τόσο αποτελεσματικό στην εφαρμογή του. Βασίζεται στη λογική του αναδιπλασιασμού του προηγούμενου χαμένου στοιχήματος (μίζας).
Πιο συγκεκριμένα η σχηματοποίηση του συστήματος ορίζει ότι ο παίκτης θα πρέπει να διπλασιάζει το στοίχημά του μετά από κάθε χαμένο στοίχημα έως ότου κερδίσει. Ξεκινώντας με στοίχημα μίας μονάδας, θα πρέπει ο παίκτης να στοιχηματίσει δύο μονάδες εάν χάσει το πρώτο στοίχημα. Κατόπιν τέσσερις, μετά οκτώ, δεκαέξι κ.ο.κ., έως ότου κερδίσει ένα στοίχημα. Κάθε φορά που κερδίζει, ο παίκτης επανέρχεται στο αρχικό του στοίχημα, δηλαδή ξεκινά με στοίχημα μιας μονάδας. Το τελικό θεωρητικό αποτέλεσμα είναι ότι κάθε φορά που ο παίκτης κερδίζει ένα στοίχημα, θα έχει κερδίσει όλα όσα είχε χάσει έως την τελευταία φορά που κέρδισε, συν μια μονάδα (στοίχημα μιας μονάδας). Με άλλα λόγια ο παίκτης σε κάθε επιτυχία, θα κερδίζει στοίχημα μιας μονάδας. Όπως εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό, το σύστημα αυτό θα μπορούσε να ήταν αποτελεσματικό μόνο στην περίπτωση που το καζίνο δεν είχε θεσπίσει για κάθε παιχνίδι ανώτατα επιτρεπόμενα όρια στοιχήματος και εφόσον ο παίκτης είχε στη διάθεσή του απεριόριστα - ανεξάντλητα χρήματα για να στοιχηματίζει.
Και οι δύο αυτές καταστάσεις όμως είναι καθαρά υποθετικές. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική και μας διδάσκει ότι ακολουθώντας το σύστημα Martingale σύντομα ο παίκτης είτε θα φτάσει στο ανώτατο επιτρεπόμενο στοίχημα, είτε δεν θα έχει αρκετά χρήματα για να διπλασιάσει το προηγούμενο στοίχημά του, ακόμα και εάν, όπως συνηθίζεται, ξεκίνησε με στοίχημα ίσο με αυτό του κατώτατου επιτρεπόμενου ορίου.